- αμαξήλατος
- ἁμαξήλατος, -ον (Α)αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να περάσει άμαξα, ο διαβατός από άμαξα, αμαξιτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ἐλατός, με επίδραση τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ήλατος τού β΄ συνθετικού.ΠΑΡ. μσν. ἁμαξηλατώ].
Dictionary of Greek. 2013.